ῥηγνύμενον

ῥηγνύμενον
ῥήγνυμι
break asunder
pres part mp masc acc sg
ῥήγνυμι
break asunder
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσρήσσω — Α παθ. προσρήσσομαι προσκρούω με ορμή πάνω σε κάτι («ρηγνύμενον, προσρησσόμενον, φθειρόμενον τὸ κῡμα», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ῥήσσω, σπανιότερος τ. τού ῥήγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”